- χλανιδοποιία
- χλᾰνῐδο-ποιία, ἡ,A trade of a χλανιδοποιός, X.Mem.2.7.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χλανιδοποιία — χλανιδοποιίᾱ , χλανιδοποιία trade of a fem nom/voc/acc dual χλανιδοποιίᾱ , χλανιδοποιία trade of a fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλανιδοποιΐα — ἡ, Α [χλανιδοποιός] η τέχνη τής κατασκευής χλανίδων … Dictionary of Greek
χλανιδοποιίας — χλανιδοποιίᾱς , χλανιδοποιία trade of a fem acc pl χλανιδοποιίᾱς , χλανιδοποιία trade of a fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλανιδουργία — ἡ, Α χλανιδοποιΐα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίς, ίδος «είδος επενδύτη» + ουργία (< ουργός < ἔργον), πρβλ. ξυλ ουργία, σιδηρ ουργία] … Dictionary of Greek